- νυμφώνας
- ο (Α νυμφών)1. ο θάλαμος τών νεονύμφων, νυφικός θάλαμος, νυφικό δωμάτιο2. μτφ. η Εκκλησία («τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτἡρ μου, κεκοσμημένον», Ακολ. Μεγ. Δευτ.)αρχ.1. ναός τού Διονύσου, τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης2. είδος νούφαρου3. μτφ. ο παράδεισος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ών (πρβλ. νεκρ-ών, -ῶνος)].
Dictionary of Greek. 2013.